- Γκατ
- (Ghat).Ονομασία δύο ορεινών αλυσίδων που ορίζουν προς τα ανατολικά (Ανατολικά Γ.) και προς τα δυτικά (Δυτικά Γ.) το υψίπεδο του Ντεκάν στις Ινδίες. Η πρώτη έχει ύψος 650 μ. και η δεύτερη 1.000 έως 1.300 μ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ΓΚΑΤ — (GATT). Συντομογραφία του General Agreement on Tariffs and Trade (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου). Στη συμφωνία αυτή, την οποία συνυπέγραψαν στη Γενεύη στις 30 Οκτωβρίου 1947 είκοσι τρεις χώρες και άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Ιανουαρίου… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μαχαράστρα — (Maharashtra). Ομόσπονδο κρατίδιο (307.762 τ. χλμ., 96.752.247 κάτ. το 2001) της Ινδίας, με πρωτεύουσα τη Βομβάη, (Bombay, 16.368.084 κάτ.). Συνορεύει με τα ομόσπονδα κράτη Γκουντζαράτ στα ΒΔ, Μάντγια Πραντές στα Β και Α και Άντρα Πραντές και… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
Μπενάρες — Πόλη (1.100.754 κάτ. το 2001) της Ινδίας. Πανάρχαια πόλη, εμφανίστηκε στο φως της ιστορίας την πρώτη χιλιετία π.Χ. Αφού κατελήφθη από τον Mουχάματ Γούρι (1194) και από τον Mπαμπούρ (1529), τον 18ο αι. περιήλθε στους κυρίους της Μ., οι οποίοι το… … Dictionary of Greek
Ταμίλ Ναντού — Ομόσπονδο κράτος της Ινδικής Ένωσης, στο ακραίο νοτιοανατολικό τμήμα του Ντεκάν. Βρέχεται από τον Ινδικό ωκεανό στα Α και στα ΝΑ και συνορεύει με τα ομόσπονδα κράτη Άντρα Πραντές στα Β, Καρνατάκα (πρώην Μυσόρη) στα ΒΔ και Κεράλα στα Δ. Έχει… … Dictionary of Greek
δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
Διεθνής Οργάνωση Εμπορίου — Βλ. λ. ΓΚΑΤ· Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek